συμμαζευτός
Смотреть что такое "συμμαζευτός" в других словарях:
συμμαζευτός — ή, ό, Ν [συμμαζεύω] 1. συμμαζεμένος, μαζεμένος, συγκεντρωμένος 2. μτφ. (για πρόσ.) συνεσταλμένος … Dictionary of Greek
συμμαζευτός — ή, ό, Ν [συμμαζεύω] 1. συμμαζεμένος, μαζεμένος, συγκεντρωμένος 2. μτφ. (για πρόσ.) συνεσταλμένος … Dictionary of Greek